| Κώστας Χρήστου
Ψυχίατρος
MSc Κοινωνικής Ψυχιατρικής
|
|
|
ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - μύθοι και αλήθειες
(α) « …Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον ψυχολόγο και τον ψυχίατρο;»
|
Ο ψυχίατρος είναι ο ιατρός που έχει εξειδικευτεί στην Ψυχιατρική,
δηλαδή την ειδικότητα εκείνη της Ιατρικής που αντικείμενο της έχει τη
διάγνωση και θεραπεία των ψυχικών διαταραχών. Ο κάθε ψυχίατρος έχει
υποχρεωτικά σπουδάσει Ιατρική (6 έτη) και στη συνέχεια έχει ειδικευτεί
στην Ψυχιατρική (5 έτη). Κατά τα 5 έτη της ειδικότητας ο κάθε ψυχίατρος
έχει φροντίσει μεγάλο αριθμό ασθενών και αποκομίσει ήδη σημαντική κλινική
εμπειρία, ενώ στο τέλος περνά από εξετάσεις για να κριθεί η επάρκεια του
ή μη για την χορήγηση της άδειας ψυχιατρικής ειδικότητας.
|
Ο ψυχίατρος, ως γιατρός, μπορεί να κάνει ιατρικές
διαγνώσεις, να ζητά και να αξιολογεί ιατρικές εργαστηριακές
εξετάσεις που σχετίζονται με την ειδικότητά του και να
συνταγογραφεί φάρμακα της ειδικότητας του, όποτε απαιτείται.
Παράλληλα, χρησιμοποιεί και ψυχολογικές θεραπείες που διδάχτηκε
και εφήρμοσε είτε στο πλαίσιο της ιατρικής ειδίκευσής του,
είτε σε προσωπικές του εκπαιδεύσεις. Τέλος, είναι ο μόνος που
μπορεί με αξιοπιστία να διακρίνει αλλά και να συνθέσει τα
σωματικά και τα ψυχολογικά συμπτώματα, τα παθολογικά νοσήματα
και τις ψυχικές διαταραχές. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί μία
καταθλιπτική διαταραχή που οφείλεται σε υποθυρεοειδισμό ή μία
αγχώδης διαταραχή εξαιτίας υπερθυρεοειδισμού.
|
Ο ψυχολόγος είναι ο επιστήμονας που έχει σπουδάσει Ψυχολογία,
δηλαδή την επιστήμη εκείνη που ασχολείται με τη μελέτη των
φυσιολογικών ψυχικών φαινομένων του ανθρώπου. Κάποιοι ψυχολόγοι
έχουν εξειδικευτεί στην κλινική ψυχολογία, στην ψυχοπαθολογία
και κάποια μορφή ψυχοθεραπείας. Ο ψυχολόγος αυτός μπορεί να βοηθήσει
ορισμένους ασθενείς μέσω συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, χωρίς
να μπορεί να εκτιμήσει τη γενικότερη σωματική/παθολογική κατάσταση
και τη σχέση της ή μη με τα ψυχολογικά συμπτώματα και χωρίς να
μπορεί να χορηγήσει το οποιοδήποτε φάρμακο αν αυτό απαιτείται.
|
(β) « …Έχω/έσπασαν/πειράχτηκαν…
τα νεύρα μου, άρα μάλλον χρειάζομαι νευρολόγο…»
|
Οι παραπάνω εκφράσεις της καθομιλουμένης αναφέρονται συχνά σε
έντονη ψυχολογική δυσφορία και καταπόνηση, παραπέμποντας έτσι σε
συμπτώματα ψυχικών διαταραχών που ανήκουν στο πεδίο της Ψυχιατρικής.
Η Νευρολογία, αντίθετα, είναι μία ιατρική ειδικότητα που ασχολείται
με την παθολογία του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος
η οποία εκδηλώνεται με νοσήματα όπως οι διάφορες νευροπάθειες, οι
μυοπάθειες, η επιληψία, η νόσος του Parkinson, τα αγγειακά εγκεφαλικά
επεισόδια, η σκλήρυνση κατά πλάκας κ.α. Παλαιότερα στην Ελλάδα η
Νευρολογία-Ψυχιατρική ήταν ενιαία ειδικότητα, έως ότου το 1983
διαχωρίστηκε στην Ψυχιατρική και την Νευρολογία -ωστόσο η σύγχυση
των δύο αυτών ειδικοτήτων συχνά παραμένει.
|
(γ) …Δεν μπορεί άλλος γιατρός,
π.χ. ο παθολόγος μου, να μου γράψει αυτός κάτι «ελαφρύ»
και να με βοηθήσει στον ύπνο ή και στο ψυχολογικό μoυ πρόβλημα;
|
Είναι γνωστό στην Ιατρική ότι διαταραχές στον ύπνο ή
ποικίλα σωματικά ενοχλήματα (όπως ταχυκαρδία, ιδρώτας,
τρέμουλο, δυσφορία στο στομάχι, ζάλη, μουδιάσματα, πονοκέφαλος
και άλλοι πόνοι) μπορεί συχνά να σχετίζονται με ψυχικές διαταραχές.
Όταν κάποιος υποφέρει από τα παραπάνω λογικό είναι να απευθυνθεί
πρώτα στον οικογενειακό του γιατρό (συνήθως παθολόγο), που φυσικά
είναι υποχρεωμένος να αποκλείσει την οργανική-παθολογική βάση των συμπτωμάτων.
|
Όταν όμως δεν βρεθεί τελικά παθολογική αιτία για τα συμπτώματα
θα πρέπει να γίνεται παραπομπή σε ψυχίατρο, κάτι που δυστυχώς σπανίζει
στην πράξη. Αντί για αυτό, ο γιατρός είτε υποτιμά την όλη κατάσταση
(«έλα, δεν είναι τίποτα… άγχος είναι …πρέπει να το πάρεις αλλιώς…
πάρε τα πάνω σου… κ.ο.κ), είτε συνταγογραφεί ο ίδιος, υπερβαίνοντας
τα όρια της ειδικότητας του, κάποιο «ελαφρύ» ηρεμιστικό ή και
αντικαταθλιπτικό. Η επίδραση στην υγεία του ασθενούς, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο,
κυρίως, μακροπρόθεσμα είναι συνήθως αρνητική, λόγω της κατά προσέγγιση
έως και λανθασμένης αρχικής διάγνωσης και αξιολόγησης που ακολουθείται
συχνά από κακή θεραπεία. Η τελευταία παίρνει τη μορφή είτε υπερθεραπείας
(π.χ χορήγηση φαρμάκου εκεί όπου η ψυχοθεραπεία θα ήταν αρκετή και προτιμότερη),
είτε υποθεραπείας (μη κατάλληλες επιλογές φαρμάκων, δοσολογίας και διάρκειας θεραπείας).
Οι λόγοι του συχνού αυτού φαινομένου είναι
πολλοί και αφορούν παραμέτρους που σχετίζονται με την ιατρική εκπαίδευση
και κουλτούρα στη χώρα μας, τον τρόπο άσκησης της ιδιωτικής ιατρικής και
τον έλεγχό της από τους αρμόδιους, αλλά και το στίγμα έναντι στην ψυχική ασθένεια.
|
(δ) «…Γιατί να πάω σε ψυχίατρο… δεν είμαι τρελός...»
|
Η ταύτιση της ψυχιατρικής με την τρέλα είναι τόσο λογική και πραγματική,
όσο και αυτή της παθολογίας με τον καρκίνο, ή της δερματολογίας με τη λέπρα.
Το στίγμα έναντι της ψυχικής νόσου, ωστόσο, είναι τέτοιο που να πρέπει συχνά
να αντιπαλέψει ο ψυχίατρος το φόβο του θεραπευόμενου και των δικών του ότι
ο πρώτος δεν είναι (και ούτε πρόκειται να γίνει) «τρελός». Η Ψυχιατρική
περιλαμβάνει μια σειρά από πολυάριθμες και συχνότατες παθήσεις (π.χ. αγχώδεις
και καταθλιπτικές διαταραχές), ενώ η τρέλα, οι ψυχωτικές δηλαδή διαταραχές
όπου κάποιος βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, είναι πολύ λιγότερο συχνές.
Έτσι, ο ιδιώτης, και γενικότερα ο εργαζόμενος στην πρωτοβάθμια φροντίδα,
ψυχίατρος βλέπει στην πραγματικότητα πολύ λίγους ψυχωτικούς ασθενείς σε
σχέση με μη ψυχωτικούς (το αντίθετο συμβαίνει στα Νοσοκομεία και μάλιστα
σε αυτά που έχουν κλινική για νοσηλεία).
|
(δ) «…Τα ψυχοφάρμακα προκαλούν εξάρτηση, σου αλλάζουν την
προσωπικότητα, σου φέρνουν υπνηλία και γενικά έχουν πολλές παρενέργειες…
καλό είναι να μην τα πάρει κανείς ποτέ… ίσως κάτι φυτικό από το φαρμακείο
να είναι προτιμότερο ή κάποια εναλλακτική θεραπεία…».
|
Τα παραπάνω αποτελούν απλώς μερικούς από τους πιο διαδεδομένους μύθους
για τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ψυχιατρική και είναι αντανάκλαση του
γενικότερου στίγματος για την ψυχική ασθένεια που έχει ήδη αναφερθεί.
|
Τα περισσότερα από τα ψυχιατρικά φάρμακα δεν προκαλούν εξάρτηση με εξαίρεση
τα βενζοδιαζεπινούχα ηρεμιστικά (lexotanil, xanax, tavor, stedon, centrac,
tranxene κ.α.). Η χρήση των ηρεμιστικών αυτών γίνεται κατά κανόνα με φειδώ
από τους περισσότερους ψυχιάτρους, ενώ η κατάχρηση και χρόνια χρήση τους,
που συχνότατα απαντάται, οφείλεται μάλλον στην προσπάθεια αυτοθεραπείας (
«…το έπαιρνε η θεία- ή η γειτόνισσα- για τον ύπνο και άρχισα να το παίρνω και
εγώ…») ή σε συνταγογραφήσεις από μη ψυχιάτρους.
|
Η υπνηλία, πάλι, είναι παρενέργεια ορισμένων μόνο από τα ψυχιατρικά
φάρμακα και όχι σε όλους τους ασθενείς. Ούτε οι παρενέργειές τους
είναι γενικά και συνολικά περισσότερες από αυτές των υπόλοιπων φαρμάκων.
Τελικά, ο ψυχίατρος γνωρίζει πολύ καλά το κάθε φάρμακο και καλείται να
το χορηγήσει, εάν και εφόσον απαιτείται, εξατομικευμένα, στην κατάλληλη
δόση και για το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα. Έτσι η αποτελεσματικότητα
μεγιστοποιείται και οι πιθανές παρενέργειες ελαχιστοποιούνται.
|
Τέλος, τα «φυτικά» σκευάσματα που θεωρούνται εξ' ορισμού φυσικά και
ακίνδυνα, μπορεί κάλλιστα να αλληλεπιδρούν με άλλα φάρμακα που ήδη
λαμβάνει ο ασθενής και να έχουν παρενέργειες. Έτσι, η έλλειψη αποτελεσματικότητας,
καθώς τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν επιστημονικά τεκμηριωμένη
αποτελεσματικότητα στις ψυχικές παθήσεις, καταλήγει να είναι το καλύτερο
σενάριο για τον άνθρωπο που τα λαμβάνει.
|
|
|
Σχεδιάση - υλοποίηση: Βάσω Ανδρούτσου |
|